Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συγκάτοχος — ο, θηλ. και η, Ν [κάτοχος] αυτός που κατέχει κάτι μαζί με άλλους … Dictionary of Greek